κερατίσῃ

κερατίσῃ
κερατίσηι , κεράτισις
butting with horns
fem dat sg (epic)
κερατίζω
butt with horns
aor subj mid 2nd sg
κερατίζω
butt with horns
aor subj act 3rd sg
κερατίζω
butt with horns
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κεράτιση — η (ΑΜ κεράτισις) [κερατίζω] το χτύπημα με τα κέρατα ή με το κεφάλι, το κουτούλημα αρχ. (για πολιορκητικό κριό) προσβολή …   Dictionary of Greek

  • κεράτισμα — το [κερατίζω] η κεράτιση* …   Dictionary of Greek

  • κερατίζω — (ΑΜ κερατίζω) [κέρας] χτυπώ κάποιον με τα κέρατα, κουτουλώ («ἐὰν δὲ κερατίσῃ ταῡρος ἄνδρα ἢ γυναῑκα καὶ ἀποθάνῃ», ΠΔ) αρχ. καταβάλλω κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”